- πτέρωσον
- Νναυτ. βλ. πτερώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτέρωσον — πτερόω furnish with feathers aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερώ — πτερῶ, όω, (ΝΜΑ [πτερόν] νεοελλ. φρ. «πτέρωσον» ναυτ. παράγγελμα προς τους κωπηλάτες να φέρουν τα κουπιά σε οριζόντια θέση ακινησίας μσν. αρχ. 1. δίνω φτερά σε κάποιον, κάνω κάποιον φτερωτό (α. «ἔπειτα δ ὅπως φρονίμως πρὸς ἄνδρ ὁρῶν πτερώσεις»,… … Dictionary of Greek